υπέρβαση

υπέρβαση
[-ις (-εως)] η
1) превышение;

υπέρβαση δαπανών — перерасход;

κάνω υπέρβαση καθηκόντων (δικαιωμάτων) — превышать свои полномочия (права);

κάνω υπέρβαση της αρμοδιότητας μου — превышать свою власть, свою компетенцию;

καθ' υπέρβασιν τού ωρισμένου αριθμού — сверх установленного лимита;

υπέρβαση αμύνης юр. — превышение предела необходимой самообороны;

2) преодоление (трудностей, препятствий и т. п.);

υπέρβασ εμποδίου — преодоление препятствия;

3) переваливание (через хребет)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπέρβαση" в других словарях:

  • υπέρβαση — η, / ὑπέρβασις, άσεως, ΝΜΑ [υπερβαίνω] 1. πέρασμα, διάβαση πάνω από κάτι (α. «υπέρβαση όρους» β. «τέτταρας δὲ ὑπερβάσεις ὀνομάζει μόνον», Στράβ.) 2. μτφ. α) πράξη πέρα, έξω από τα κανονικά ή επιτρεπόμενα όρια (α. «υπέρβαση δαπανών») β) ξεπέρασμα …   Dictionary of Greek

  • υπέρβαση — η 1. διάβαση πάνω από κάτι: Υπέρβαση λόφου. 2. μτφ., το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, η παράβαση: Υπέρβαση δικαιωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβάσῃ — ὑπερβάσηι , ὑπέρβασις a passing over fem dat sg (epic) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over aor subj act 3rd sg (doric) ὑπερβά̱σῃ , ὑπερβαίνω step over fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Писсис, Стелиос — Стелиос Писсис Дата рождения 1976 год(1976) Место рождения Лимасол Лейблы MusicHeaven …   Википедия

  • υπερβατήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπέρβαση, σε διάβαση 2. (σχετικά με θυσία) αυτός που γίνεται για την υπέρβαση, για τη διάβαση («τὰ ὑπερβατήρια θύειν», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβαίνω (πρβλ. ὑπέρβασις) + κατάλ. τήριος (πρβλ. ἐμ βα… …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • υπερβατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με την υπέρβαση, που γίνεται με υπέρβαση («υπερβατικός αριθμός», αριθμός που δεν είναι ρίζα αλγεβρικής εξίσωσης περασμένου βαθμού) ή έχει σχέση με τον υπεραισθητό κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dark-Wave — Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk …   Deutsch Wikipedia

  • Dark Wave — Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk …   Deutsch Wikipedia

  • Darkwave — Dark Wave Entstehungsphase: späte 70er / 80er Jahre Entstehungsort: Westeuropa / Nordamerika Herkunftsgenre: New Wave · Post Punk …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»